- οἰκτείρημα
- οἰκτ-είρημα, ατος, τό,A = οἰκτιρμός, LXXJe.38(31).3 (s.v.l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οικτείρημα — οἰκτείρημα, τὸ (Α) [οικτειρώ] οικτιρμός, ευσπλαγχνία … Dictionary of Greek
οἰκτείρημα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԳԹՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0551 Chronological Sequence: 7c, 12c գ. οἱκτιρμός, οἱκτείρημα, σπλάγχνα clementia, miseratio, pietas, viscera Գութ. գթածութիւն. գորով. աղեկիզութիւն. կարեկցութիւն. մարդասիրութիւն. խնամ. սէր ընտանի. գթալն, խղճալն. ... *Բազում են գթութիւնք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)